- δελεάσω
- δελεάζωenticeaor subj act 1st sgδελεάζωenticefut ind act 1st sgδελεάζωenticeaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγιδεύω — (ΑΜ παγιδεύω) [παγίς, ίδος] 1. στήνω παγίδα ή πιάνω με παγίδα 2. μτφ. χρησιμοποιώ ανέντιμα και δόλια μέσα προκειμένου να δελεάσω και εξαπατήσω κάποιον αρχ. παθ. παγιδεύομαι καταλαμβάνομαι από έρωτα … Dictionary of Greek